κυπελλοφόρος

κυπελλοφόρος
-α, -ο (Α κυπελλοφόρος, -ον)
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα
τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα
2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται τῇ Ἥρα»>, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, θανατη-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυπελλοφόρος — carrying cups masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπελλοφόρον — κυπελλοφόρος carrying cups masc/fem acc sg κυπελλοφόρος carrying cups neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπελλοφόροι — κυπελλοφόρος carrying cups masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… …   Dictionary of Greek

  • μανουσάκι — το 1. κοινή ονομασία τού φυτού Viola odorata 2. κοινή ονομασία τού ποώδους διακοσμητικού φυτού Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μσν. μαμουσάγκιον, παρεφθαρμένη αραβ. λ. (πρβλ. τουρκ. me nekše «μενεξές»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”